βαρβαρικος

βαρβαρικος
    βαρβαρικός
    βαρβᾰρικός
    3
    1) варварский, т.е. негреческий, чужеземный
    

(ἔθνη Arst.; β. καὴ ἔκφυλος Plut.)

    2) варварский, грубый, (полу)дикий
    

(οἱ ἀρχαῖοι νόμοι Arst.; πένθη Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "βαρβαρικος" в других словарях:

  • βαρβαρικός — barbaric masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρβαρικός — ή, ό (AM βαρβαρικός, ή, όν) [βάρβαρος] Ι. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε βάρβαρο αρχ. βάρβαρος, βίαιος II. μσν. το ουδ. ως ουσ. οι χώρες των βαρβάρων αρχ. το ουδ. ως ουσ. 1. οι βάρβαροι 2. η κακομεταχείριση …   Dictionary of Greek

  • βαρβαρικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε βαρβάρους: Στην αρχαία Ελλάδα γίνονταν συχνά βαρβαρικές επιδρομές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαρβαρικά — βαρβαρικός barbaric neut nom/voc/acc pl βαρβαρικά̱ , βαρβαρικός barbaric fem nom/voc/acc dual βαρβαρικά̱ , βαρβαρικός barbaric fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρβαρικώτερον — βαρβαρικός barbaric adverbial comp βαρβαρικός barbaric masc acc comp sg βαρβαρικός barbaric neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρβαρικωτέρων — βαρβαρικός barbaric fem gen comp pl βαρβαρικός barbaric masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρβαρικῶν — βαρβαρικός barbaric fem gen pl βαρβαρικός barbaric masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρβαρικόν — βαρβαρικός barbaric masc acc sg βαρβαρικός barbaric neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρβαρικώτατα — βαρβαρικός barbaric adverbial superl βαρβαρικός barbaric neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρβαρικαῖς — βαρβαρικός barbaric fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρβαρικαί — βαρβαρικός barbaric fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»